Μυκήνη

Μυκήνη
Μῠκήνη, , and [full] Μῠκῆναι, αἱ,
A Mycene, Mycenae: Hom. uses both sg. (Il.4.52, Od.3.304, al.), and pl. (only in Il.2.569, 4.376); the pl. prevails in [dialect] Att., Th.1.10, etc.:—Adj. [full] Μῠκηναῖος, α, ον, Mycenaean, Il.15.638, etc.: [dialect] Dor. Subst. [full] Μῠκᾱνεύς, έως, , a Mycenaean, SIG31 (Delph., v B. C.):—fem. Adj. [full] Μῠκηνίς, ίδος, Critias 16.12 D.: Adv. [full] Μῠκήνηθεν, from Mycene, Il.9.44: [dialect] Dor. [full] Μῠκᾱνέᾱθεν IG4.492 (Mycenae, vi B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μυκήνη — Mycene fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μυκήνῃ — Μυκήνη Mycene fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυκήνη — η βοτ. βασιδιομύκητας, κατά κανόνα μικρού μεγέθους, με κωνικό πίλο και λεπτοφυή πόδα, χωρίς εδεσματολογικό ενδιαφέρον …   Dictionary of Greek

  • Μυκηνᾶν — Μυκήνη Mycene fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μυκηνῶν — Μυκήνη Mycene fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μυκῆναι — Μυκήνη Mycene fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μυκήναις — Μυκήνη Mycene fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μυκήνην — Μυκήνη Mycene fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μυκήνης — Μυκήνη Mycene fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • Μυκήνα — Μυκήνᾱ , Μυκήνη Mycene fem nom/voc/acc dual Μυκήνᾱ , Μυκήνη Mycene fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”